- κύσσε
- κυνέωkissaor ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύσσεν — κύσσε̄ν , κυνέω kiss fut inf act (epic doric) κυνέω kiss aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επερύω — ἐπερύω (Α) 1. σέρνω, τραβώ («θύρην δ ἐπέρυσσε κορώνῃ», Ομ. Οδ.) 2. σέρνω προς τα μένα («ἡ δὲ ἐπειρύσσασα παρειὰς κύσσε ποτισχομένη») 3. τραβώ κάτι επάνω μου για να σκεπαστώ («ἐπειρυσάμενον τὴν λεοντέην κατυπνῶσαι», Ηρόδ.) 4. στήνω, ιδρύω («τύμβον … Dictionary of Greek
κύσσ' — κύσσαι , κυνέω kiss aor imperat mid 2nd sg (epic) κύσσαι , κυνέω kiss aor inf act (epic) κύσσα , κυνέω kiss aor ind act 1st sg (epic) κύσσε , κυνέω kiss aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)